καταπερπερεύομαι

καταπερπερεύομαι
καταπερπερεύομαι (Α)
(επιτ. τ. τού περπερεύομαι) χαριεντίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + περπερεύομαι «καυχιέμαι, κομπάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπερπερεύεται — καταπερπερεύομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”